- καλλονή
- Ονομασία οκτώ οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.000 μ., 30 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στα όρια με τον νομό Φωκίδος, στις δυτικές απολήξεις των Βαρδουσίων ορέων, 183 χλμ. ΒΑ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αποδοτίας.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 139 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 57 χλμ. ΒΑ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αθαμανίας.
3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 751 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τροιζηνίας του νομού Αττικής. Βρίσκεται στην ακτή του κόλπου της Επιδαύρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τροιζήνας της νομαρχίας Πειραιά.
4. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., 278 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 20 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νίκου Καζαντζάκη.
5. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 171 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, 29 χλμ. ΒΔ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοσμά Αιτωλού.
6. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 93 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 21 χλμ. Α της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεραπνών.
7. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.732 κάτ.) της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στον εσωτερικό μυχό του ομώνυμου κόλπου. Αποτελεί έδρα του δήμου Καλλονής του νομού Λέσβου. Κατά τον Μεσαίωνα η Κ. γνώρισε μεγάλη ακμή· το 1450 καταστράφηκε από τους Τούρκους.
8. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 226 κάτ.) της Τήνου. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού, 23 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εξωμβούργου του νομού Κυκλάδων.
* * *ἡ (AM καλλονή)1. η ωραιότητα, η ομορφιά (α. «η Ελλάδα έχει πολλές φυσικές καλλονές» β. «τὰ δὲ δένδρεα τὰ ἄγρια αὐτόθι φέρειν καρπὸν εἴρια καλλονῆ τε προφέροντα καὶ ἀρετῆ τῶν ἀπὸ τών ὀΐων», Ηρόδ.)2. το ηθικό κάλλος, η ηθική ωραιότητανεοελλ.εξαιρετικά ωραία γυναίκαμσν.1. καλή πρόθεση, καλός σκοπός2. ευχαρίστησηαρχ.(για πράγματα) η εξαιρετική ποιότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού κάλλος (< καλός). Για το πρόβλημα τού διπλού -λλ-βλ. λ. καλλίων.ΠΑΡ. αρχ. καλλονάριον].
Dictionary of Greek. 2013.